Βαλτάσαρ

Βαλτάσαρ
Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Αναφέρεται στη Βίβλο του Βαρούχ ως ένας από τους γιους του Ναβουχοδονόσορ. 2. Γιος του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβονίδη. Αναφέρεται στη Βίβλο του Δανιήλ, όπου συγχέεται με τον πατέρα του, τελευταίο βασιλιά της χώρας (555-538 π.Χ.) στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου διαλύθηκε το χαλδαϊκό κράτος της Βαβυλώνας. Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, δινόταν κάποτε συμπόσιο στα ανάκτορα, κατά το οποίο χρησιμοποιούσαν αντί για επιτραπέζια σκεύη τα ιερά σκεύη του ναού της Ιερουσαλήμ (τον οποίο είχε συλήσει ο Ναβουχοδονόσορ, προπάππος του Β.). Στη διάρκεια του συμποσίου, ο Β. είδε ένα μυστηριώδες χέρι να γράφει στον τοίχο τις λέξεις «μενή-θεκέλ-φάρες». Κάλεσε τότε τρομαγμένος τον Δανιήλ για να του εξηγήσει και εκείνος του είπε ότι οι λέξεις σημαίνουν το τέλος της βασιλείας του. Πραγματικά, πάντοτε κατά τη Βίβλο, την ίδια νύχτα έγινε επιδρομή των Περσών, κατά την οποία σκότωσαν τον Β., λεηλάτησαν τη Βαβυλώνα και διέλυσαν το κράτος του. 3. Ένας από τους τρεις Μάγους των Ευαγγελίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Waldhauser — Wappen Waldhauser ist ein Familienname. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung des Namens …   Deutsch Wikipedia

  • ВАЛТАСАР — (греч.Βαλτάσαρ, евр. bçlšassar как передача вавил. bçlšаr usur, «да сохранит Бел царя»), в иудаистических и христианских легендах: 1) последний вавилонский царь. По преданию, отразившемуся как в Библии, так и у древнегреческих авторов (Геродота,… …   Энциклопедия мифологии

  • Baltasar (nombre) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Baltasar (desambiguación). Baltasar El Rey Baltasar Origen Asirio Género Masculino …   Wikipedia Español

  • BALTASSAR — nomen Danielis. Dan. c. 1. v. 7. qui et Belteshazzar, Latine abscondite thesaurisans, sive in malleatore thesaurisans, vel occulte portans angustiam. Suidas, Βαλτάσαρ οὕτως ενλήθη ὁ Δανιὴα εἰς τιμὴν τῆς τῶ ἀποῤῥητων σαφηνείας. Item VIII.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Καρίσιμι, Τζάκομο — (Giacomo Carissimi, Ρώμη 1605 – 1674). Ιταλός συνθέτης. Σε ηλικία 18 ετών έγινε ψάλτης στον καθεδρικό ναό του Τίβολι και από το 1625 έως το 1627 υπήρξε οργανίστας στον ίδιο ναό. Τα δύο επόμενα χρόνια διετέλεσε διευθυντής της εκκλησιαστικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Άννα — Όνομα δύο βασιλισσών της Ισπανίας. 1. M. A. των Αψβούργων της Αυστρίας (Βιέννη 1634 Μαδρίτη 1696). Κόρη του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ’ και της Μαρίας Άννας των Αψβούργων της Ισπανίας, παντρεύτηκε το 1649 τον Φίλιππο Δ’ της Ισπανίας, πατέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Μελχιώρ — Ένας από τους τρεις μάγους (οι άλλοι δύο ήταν ο Γάσπαρ και ο Βαλτάσαρ) που ήλθαν από την Περσία οδηγούμενοι από το άστρο της Βηθλεέμ για να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Χριστό, προσφέροντας χρυσό, λίβανο και σμύρνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”